- φάρκες
- Α(κατά τον Ησύχ.) «νεοσσοί».[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Αν θεωρηθεί ότι ο τ. είναι ορθά παραδεδομένος θα μπορούσε να συνδεθεί με τη λ. φρυγ-ίλος* «είδος πτηνού» και να αναχθεί στη συνεσταλμένη βαθμίδα ΙΕ ρίζα *bher-g «γαβγίζω, μουρμουρίζω, βουίζω» (προϊόν ονοματοποιίας)].
Dictionary of Greek. 2013.